- φαγεντιανά ή φαβεντιανά
- Κεραμικά προϊόντα, λευκά ή έγχρωμα, επιχρισμένα με εφυάλωμα το οποίο εξασφαλίζει την αδιαπερατότητα και επιτρέπει τη διακόσμησή τους. Η μέση σύσταση της μάζας τους είναι περίπου κατά 40% καολίνη, 40% χαλαζίας και 20% ασβεστόλιθος. Ψήνονται σε θερμοκρασία 1.000°C. Το υαλεπίχρισμα των φ. παρασκευάζεται από αργιλοπυριτική άμμο και μια ένωση διπλού oξειδίου του μολύβδου και του κασσιτέρου, που προκύπτει από την οξείδωση ενός κράματος μολύβδου-κασσιτέρου, περιεκτικότητας σε κασσίτερο 20%. Τα αργιλοπυριτικά φ. έχουν τη λευκότητα και τη λάμψη της πορσελάνης, αλλά δεν έχουν τη διαφάνεια και την αδιαπερατότητά της. Η κατασκευή της βασίζεται στη χρησιμοποίηση πλαστικής αργίλου (20-30%), η οποία με ψήσιμο γίνεται λευκότερη και μεταδίδει στη μάζα την πλαστικότητά της, καολίνης (25-30%), απολιπαντικού, όπως είναι το άμορφο φυσικό διοξείδιο του πυριτίου (25-30%) και τέλος αργιλοπυριτικού συλλιπάσματος (15-20%). Τα φ. χρησιμοποιούνται σήμερα σε μεγάλη έκταση ως επιτραπέζια σκεύη, υλικά επενδύσεων και είδη υγιεινής.
Τα φ. ήταν γνωστά στους αρχαίους Βαβυλωνίους και από αυτούς διαδόθηκαν στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη, στην Κρήτη και στην Ελλάδα. Στην κατηγορία των φ. ανήκουν και τα περίφημα μαγιόλικα, η διάδοση των οποίων στην Ιταλία και στην Ισπανία οφείλεται στους Άραβες.
Αγγλική φαγεντιανή, έργο του 18ου αι. (Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου, Λονδίνο).
Dictionary of Greek. 2013.